- τσιρίζω
- τσίριξα1. τσιτσιρίζω (βλ. λ.).2. μτφ. (για νήπια), βγάζω διαπεραστικές κραυγές: Έδειρε το παιδί κι αυτό τσίριζε.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
τσιρίζω — τσιρίζω, τσίριξα βλ. πίν. 23 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
τσιρίζω — Ν βλ. τσυρίζω … Dictionary of Greek
ονοματοποιία — Όρος που χρησιμοποιείται για τον χαρακτηρισμό λέξεων, των οποίων το φωνητικό σώμα είναι απομίμηση του πραγματικού ήχου του πράγματος στο οποίο αναφέρεται η λέξη. Τέτοιες είναι για παράδειγμα οι λέξεις τικ τακ, μπουμπουνίζω, γαργάρα, τσιρίζω, φάπα … Dictionary of Greek
παρατρύζω — Α 1. (κατά τον Ησύχ.) «παραφωνῶ, γογγύζω»>, τσιρίζω γοερά 2. (κατά τον Φώτ.) «εἴληπται δὲ ἀπό τῶν ὀρνέων ὅτ ἄν τοῑς οἰκείοις νεοττοῑς γοερὰ ἐπιφωνοῡσιν». [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + τρύζω «μουρμουρίζω»] … Dictionary of Greek
τρίζω — ΝΜΑ παράγω τριγμό, δηλαδή λεπτό, ξηρό και κραδαινόμενο ήχο, όπως ο ήχος τού πριονιζόμενου ξύλου (α. «τρίζει η πόρτα» β. «ταῡροι ἅμαξαν... εἷλκον, ἡ δ ἐτετρίγει», Βάβρ.) νεοελλ. 1. φρ. α) «τρίζω τα δόντια σε κάποιον» μιλώ σε κάποιον αυστηρά και… … Dictionary of Greek
τσυρίδα — και τσιρίδα, η, Ν διαπεραστική κραυγή. [ΕΤΥΜΟΛ. < τσυρίζω / τσιρίζω + κατάλ. ίδα (πρβλ. γλιστρ ίδα)] … Dictionary of Greek
τσυρίζω — και τσιρίζω Ν (ιδίως για νήπιο) βγάζω διαπεραστικές κραυγές. [ΕΤΥΜΟΛ. < συρίζω (για την τροπή τού σ σε τσ , πρβλ. κό τσ υφας < κό σσ υφος, τσεκούρι < σεκούριον)] … Dictionary of Greek
τσυριχτός — και τσιριχτός, ο, Ν [τσυρίζω / τσιρίζω] αυτός ο οποίος γίνεται με τσιρίδες, με διαπεραστικές κραυγές («τσυριχτό κλάμα») … Dictionary of Greek
τσύρισμα — και τσίρισμα, το, Ν [τσυρίζω / τσιρίζω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού τσυρίζω … Dictionary of Greek
ţâr — ŢÂR1 interj. Cuvânt care imită zgomotul intermitent produs de greier şi de alte insecte sau de un lichid care se scurge picurând de undeva. [var.: ţârc interj.] – Onomatopee. Trimis de cata, 13.09.2007. Sursa: DEX 98 ŢÂR2, ţâri, s.m. 1.… … Dicționar Român